συβαρισμός

συβαρισμός
ο, ΝΑ [συβαρίζω / -ιάζω]
1. το να ζει κανείς με τρυφηλότητα, τρυφηλός βίος
2. τρυφηλότητα, ηδυπάθεια, φιληδονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”